- υπερπυππαζω
- ὑπερπυππάζωὑπερ-πυππάζωвосторженно одобрять, встречать шумными одобрениями
(τινά Arph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τινά Arph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
υπερπυππάζω — Α (κατά τα Ανέκδοτα Βεκκήρου) αναφωνώ με θαυμασμό που ξεπερνά τα συνηθισμένα και φυσιολογικά μέτρα («οἱ δ ὑπερεπῄνουν ὑπερεπύππαζόν τέ με ἅπαντες», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + πυππάζω «αναφωνώ με θαυμασμό» (< πύππαξ «επιφώνημα… … Dictionary of Greek
ὑπερεπύππαζον — ὑπερπυππάζω acclaim beyond measure imperf ind act 3rd pl ὑπερπυππάζω acclaim beyond measure imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερπυππάζειν — ὑπερπυππάζω acclaim beyond measure pres inf act (attic epic) ὑπερπυππάζω acclaim beyond measure pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερεπυππάζοντο — ὑπερπυππάζω acclaim beyond measure imperf ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)